- σκληρύνει
- σκληρύ̱νει , σκληρύνωhardenaor subj act 3rd sg (epic)σκληρύ̱νει , σκληρύνωhardenpres ind mp 2nd sgσκληρύ̱νει , σκληρύνωhardenpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ожесточити — ОЖЕСТОЧ|ИТИ (10), ОУ, ИТЬ гл. Сделать (делать) жестоким, ожесточить (ожес точать): пѣниѥ || бо ѡжесточить ср҃дце. и ѹдалѧѥть. и не дасть д҃ши ѹмилитисѧ. (σκληρύνει) ПНЧ 1296, 123–123 об.; Добрѣ гл҃ть ап(с)лъ ˫ако б҃ъ егоже хощеть помилуеть. егоже … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ατράχυντος — ἀτράχυντος και ιων. ἀτρήχυντος, ον (AM) και ἄτραχυς (Μ) αυτός που δεν έχει γίνει τραχύς, που δεν έχει σκληρύνει … Dictionary of Greek
βρέγμα — το (AM βρέγμα και βρέχμα, το και βρεγμός και βρεχμός, ο) το σημείο συνάντησης των ραφών ανάμεσα στο μετωπιαίο και στα βρεγματικά οστά του κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ήδη αρχαία (Ιπποκρ., Αριστ.) ετυμολόγηση της λ. < βρέχω (λόγω του… … Dictionary of Greek
πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… … Dictionary of Greek
σκληροποιός — όν, Α αυτός που σκληρύνει κάτι, που καθιστά σκληρό κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ποιός*] … Dictionary of Greek
Βετράνο, Λέον — (Leon Vetrano, τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.). Γενουάτης πειρατής. Πήρε μέρος στις πειρατικές επιχειρήσεις που οργάνωσε ο πειρατής Γαφόρης στα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου (1197) και μετά τη συντριβή του Γαφόρη από τον βυζαντινό αντιναύαρχο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ακροπόλεως (Αθηνών) — Κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου για την ιστορία της τέχνης. Στη συλλογή του συμπεριλαμβάνονται μερικά από τα ομορφότερα έργα της πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής και κλασικής περιόδου. Κανένας φιλότεχνος δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
σκληραίνω — και σκληρύνω σκλήρυνα, σκληρύνθηκα 1. μτβ., κάνω κάτι σκληρό: Η ζέστη έχει σκληρύνει το χώμα. – Η κυβέρνηση μέρα με τη μέρα σκληραίνει τη στάση της προς τους εργαζομένους. 2. αμτβ., γίνομαι σκληρός: Σκλήρυνε η καρδιά του από τις πολλές συμφορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)